τσάτρα πάτρα

τσάτρα πάτρα
(λ. τουρκ.), επίρρ. τροπ., με ατέλειες, κουτσά στραβά, άκρες μέσες: Μιλάει τα γαλλικά τσάτρα πάτρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσάτρα πάτρα — Ν επίρρ. (κυρίως σχετικά με ξένη γλώσσα ή με συνεννόηση) έτσι κι έτσι, κουτσά στραβά («τά κατάφερε τσάτρα πάτρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catra patra < μσν. σάταλα πάταλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”